Εκείνος ο Δεκέμβριος του 1944
Τα μάρμαρα άστραπταν από τον δυνατό μεσημεριανό ήλιο, καθώς το φως του έραινε τα ερείπια του πάλαι ποτέ ενδόξου και περικαλλούς ναού του Ηφαίστου. Και τα κλειστά παράθυρα όμως φαίνεται πως άστραπταν, από τις εκπυρσοκροτήσεις και τις ριπές, καθώς δεκάδες τυφέκια και αυτόματα δημιουργούσαν μία ασπίδα πυρός γύρω από τα πρώτα πολιορκημένα σπίτια του Θησείου. Ο ρυθμός των βολών αυτών ήταν σίγουρα αργός, ή μάλλον ελεγχόμενος, σε σχέση με τις ομοβροντίες των όλμων και τα πολυβόλα που ανηλεώς χτυπούσαν από την πλευρά του αστεροσκοπείου και έπλητταν τα κτίρια και τους δρόμους ολόκληρης της συνοικίας.
Ήταν πολλές οι στιγμές που όλα φαίνονταν χαμένα, που ο εχθρός βρισκόταν παντού, που οι βολίδες και τα θραύσματα έριχναν τους πολεμιστές καταγής, να αναζητούν λίγο ζωτικό χώρο πίσω από το σωρό των ερειπίων. Τέτοιες στιγμές επαναλήφθηκαν αμέτρητες φορές εκείνον τον αξέχαστο Δεκέμβριο του 1944. Στα φυλάκια της οδού Σόλωνος, στη λεωφόρο Συγγρού και τις προκεχωρημένες θέσεις αμύνης του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, στην οικία – φρούριο του Γεωργίου Γρίβα που κρατήθηκε διά πυρός και σιδήρου όρθιος, στον πανταχόθεν βαλλόμενο, ελεύθερο τομέα του Θησείου. Την ίδια ώρα που η αστική κυβέρνηση – υποχείριο των Άγγλων αγωνιούσε μέσα στην αδυναμία της για δράση, λίγοι Έλληνες ενάντια σε πολλούς, συνέχισαν να αγωνίζονται, πιστοί στις εθνικές αξίες, τη θρησκεία και τις παραδόσεις τους.
Η τύχη της Ελλάδος είχε κριθεί προ πολλού. Είχε κριθεί πριν ακόμη πεθάνει ο Ιωάννης Μεταξάς που, παρά τις προσπάθειές του για ειρήνη ενάντια στις βρετανικές μηχανορραφίες, δεν κατάφερε να αλλάξει τη διαγραφόμενη μοίρα του ελληνικού λαού, που οδήγησε στην τραγωδία της κατοχής και στον επερχόμενο διχασμό. Ο δρόμος είχε ήδη χαραχθεί, όταν λίγο αργότερα η Βρετανία αρνιόταν ακόμα και στον υποστηρικτή της Γεώργιο Β’ και την κυβέρνησή του να σταθμεύσουν στην Κύπρο, ενώ παράλληλα πλήρωνε με χρυσάφι την ηγεσία του «Ε.Λ.Α.Σ.». Έτσι, έναν ολόκληρο χρόνο μετά τον αιματηρό Δεκέμβριο του ’44, οι νικητές θα χώριζαν και επίσημα πλέον τον κόσμο στα δύο. Ακόμα και τότε όμως, τίποτα δεν τελείωσε για την «μικρή, πλην έντιμο Ελλάδα», που βυθίστηκε και πάλι στο αίμα από μία δράκα αφελληνισμένων πρακτόρων της ετέρου παγκοσμίου δυνάμεως.
Μέσα σ’ αυτό το άθλιο διεθνές παρασκήνιο, ξεχώρισε η δόξα των μαχητών του Δεκεμβρίου. Η δόξα της Εθνικής Οργανώσεως «Χ», η δόξα των ανδρών της Χωροφυλακής και των Ευζωνικών Ταγμάτων, των ανωνύμων εθνικιστών, που πολεμούσαν συχνά εντελώς μόνοι, λίγοι ενάντια σε χιλιάδες, υπερασπιζόμενοι τις θέσεις τους μέχρις εσχάτων. Με οργάνωση και πειθαρχία, παρά τον ελλιπή εξοπλισμό, απέκρουσαν όλες τις μανιώδεις επιθέσεις των κομμουνιστικών ορδών. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο εχθρός «θερίστηκε» έξω από τον τοίχο του Συντάγματος Μακρυγιάννη, στα στενά του Θησείου, λίγα μόλις μέτρα από την πλατεία Συντάγματος, σταματώντας για λίγα μόλις βήματα την κατάληψη των Αθηνών.
Κάποιες νύχτες στις αρχές Δεκεμβρίου, κατηφορίζοντας την Λεωφόρο Αμαλίας, αφού περάσεις τις στήλες του Ολυμπίου Διός, μπορεί να νιώσεις μία διαφορετική αύρα να καλύπτει τον παγωμένο αέρα της πόλης. Εκεί που τώρα κυριαρχεί μια καταθλιπτική οχλοβοή και οι θόρυβοι της μηχανοκίνησης, κάποτε δονούσαν τον αέρα οι κρότοι των εκρήξεων. Προς το μέρος εκείνο όπου δεσπόζει ο ναός της αρχαίας Σοφίας, αντηχούσαν ριπές από πολυβόλα, σφυρίγματα από σφαίρες που εξοστρακίζονται πάνω στα χαλάσματα και, τέλος, η πολεμική ιαχή της εφόδου, η ύστατη φωνή πολλών νέων παιδιών.
Πέρασαν μόλις 80 χειμώνες από εκείνες τις σκληρές και ένδοξες ημέρες, όμως η Αθήνα έγινε, από πεδίο αιματηρών συγκρούσεων, η κύρια τροφός της κενότητας και της ματαιοδοξίας ενός ολόκληρου λαού. Τότε, μία γενιά τσακισμένη από την πείνα και τις κακουχίες, μία γενιά που ανδρώθηκε εν μέσω πολέμου και κατοχής, κατάφερε να πάρει τα όπλα και να διεκδικήσει την επικράτηση των ιδανικών της. Σήμερα, πώς είναι δυνατόν να αφανιστεί ολοκληρωτικά η Ελλάδα, χωρίς να πέσει ούτε μια σφαίρα;
Μέτωπο Νεολαίας – Τομέας Ιστορίας