Σούλι: Η αληθινή ιστορία και η χάλκευση της
Κατά την περίοδο της οθωμανοκρατίας περιοχές που δεν αντιστέκονταν και υποτάσσονταν στους κατακτητές είχαν ορισμένα σημαντικά προνόμια, κάποια από τα οποία είναι η απαλλαγή από τα παιδομαζώματα, τους βίαιους εξισλαμισμούς και την βαριά φορολογία. Μία από τις περιοχές ήταν για πολλά χρόνια η Ήπειρος, η οποία ακόμα και στα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς αποτελούσε ένα σημαντικό πολιτιστικό κέντρο με φημισμένα σχολεία και οικονομική ευμάρεια στους κατοίκους της. Παρ’ όλα αυτά, και εκεί βρέθηκαν λαμπρές περιπτώσεις Ελλήνων που δεν υποτάχθηκαν στον εχθρό και χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Σουλιώτες αγωνιστές, η γενναιότητα των οποίων έγινε γνωστή σε όλη την Ευρώπη.
Κατά την δεύτερη περίοδο της οθωμανοκρατίας (1669-1821) μία σειρά από αιτίες οδήγησαν στην ακμή των ελληνικών επαναστατικών κινημάτων εναντίον των τούρκων. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να γίνουν δυο επισημάνσεις. Πρώτον, οι εξεγέρσεις των Ελλήνων ενάντια στους τούρκους δεν ξεκίνησαν τότε, αλλά ήδη από τους πρώτους μήνες της κατάκτησης σε διάφορες περιοχές και σε μεγάλη συχνότητα, καθώς καταγράφονται σε ιστορικές πηγές εκατοντάδες από αυτές. Ήταν όμως τοπικού χαρακτήρα, ανοργάνωτες και δυστυχώς καταπνίγηκαν στο αίμα. Δεύτερον, οι σημαντικότερες αιτίες που συνέβαλαν στην ακμή των μεταγενέστερων κινημάτων ήταν η παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η βαθμιαία οικονομική ευμάρεια των Ελλήνων, η άνοδος του μορφωτικού τους επιπέδου και η διάδοση των Εθνικιστικών Ιδεών στην Ευρώπη, οι οποίες αναφέρονταν σε ανεξάρτητα εθνικά κράτη. Έτσι, οι Έλληνες γνωρίζοντας την γενναιότητα και τον πολιτισμό των προγόνων τους σε συνδυασμό με την οικονομική τους δυνατότητα μπόρεσαν να οργανώσουν και να στηρίξουν τα κατά τόπους επαναστατικά κινήματα.
Στην Ήπειρο εκτός από τους οπλαρχηγούς που επισημαίνονται σε διάφορες περιοχές υπήρχε και μία εστία στρατιωτικής αλκής, το Σούλι, που αποτελούσε την μοναδική ελεύθερη περιοχή. Οι κάτοικοί του ζούσαν οχυρωμένοι πάνω στις απόκρημνες νοτιοδυτικές διακλαδώσεις του Ολύτσικα της Μολοσσαίας, συσπειρωμένοι σε μία κοινότητα που αποτελούνταν από τέσσερις οικισμούς (Σούλι, Σαμονίβα, Κιάφα, Αβαρίκο) και είχε επαφές με άλλα εφτά γειτονικά χωριά, τους Παρασουλιώτες. Πρόκειται για μία ποιμενική κοινωνία με κύρια ασχολία την κτηνοτροφία που ήταν οργανωμένη σε γένη (φάρες). Κάθε γένος είχε έναν αρχηγό, ο οποίος διαχειριζόταν όλες τις υποθέσεις και αποτελούσε τον εκπρόσωπό του στην Συνάθροιση των Αρχηγών («πλεκεσία»), στην οποία όλοι ήταν ισότιμοι. Οι Σουλιώτες πλήρωναν την «δεκάτη» από τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα στον σπάχη του Σουλίου και τον κεφαλικό φόρο στον σουλτάνο. Η απουσία του σπάχη για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη ενός αυτόνομου και ελεύθερου καθεστώτος στο Σούλι. Ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα είχαν την δυνατότητα να πραγματοποιούν ληστείες και επιδρομές σε γειτονικά χωριά, τα οποία είχαν προσκυνήσει τον εχθρό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση πλούτου και την ιεράρχηση των γενών με βάση κοινωνικο-οικονομικά κριτήρια. Στα τέλη του 18ου αιώνα οι τέσσερις οικισμοί αριθμούσαν 3000-3500 κατοίκους από 32 γένη που αντιστοιχούσαν σε 600 οικογένειες. Από αυτούς μάχημοι ήταν οι 1200.
Το Σούλι αναδείχθηκε σε ένα αυτονομημένο κέντρο εξουσίας που εναντιώθηκε στην οθωμανική εξουσία. Οι Σουλιώτες ήταν οι μοναδικοί που δεν αναγνώρισαν την εξουσία του Αλή και υπήρξαν αδυσώπητοι εχθροί του. Το γεγονός ότι ήταν περικυκλωμένοι από εχθρούς τόσο από οθωμανούς όσο και από αλβανούς τους οδήγησε στο να χρησιμοποιούν κάθε πιθανό τρόπο πολεμικής τακτικής, προκειμένου να μην υποκύψουν κι έτσι απέκτησαν μία ιδιότυπη στρατιωτική τακτική που ήταν άγνωστη στους υπόλοιπους Έλληνες, αλλά και στους εχθρούς τους. Οι Σουλιώτες ήταν φημισμένοι νυχτομάχοι, καθώς το σκοτάδι τους προφύλασε και δημιουργούσε στον εχθρό την εντύπωση ότι οι δυνάμεις τους ήταν πολλαπλάσιες από ότι ήταν στην πραγματικότητα. Άλλο ένα χαρακτηριστικό τους, το οποίο οφείλεται στην ολιγανδρία τους ήταν το ότι δεν πολεμούσαν με διάταξη σε βάθος, αλλά εφάρμοζαν την αραίωση σε ευθεία γραμμή ακροβολισμού. Επίσης, χρησιμοποιούσαν με φειδώ τα πυρομαχικά τους πυροβολώντας κατά βούληση και σημαδεύοντας έναν οπλισμένο εχθρό. Ομοβροντίες έριχναν όταν ήθελαν να τρομοκρατήσουν τους αντιπάλους τους, να εγκαρδιώσουν ένα φιλικό σώμα στρατού στο οποίο έσπευδαν για βοήθεια και να γιορτάσουν τη νίκη τους. Είναι σημαντικό να τονιστεί πως οι αρχηγοί τους πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή, αψηφώντας τον κίνδυνο και οι Σουλιώτες αποτελούσαν πραγματικά επίλεκτες ομάδες στρατού που θα πολεμούσαν στον αγώνα για την ελευθερία.
Παρ’ όλα αυτά, δυστυχώς αφανίστηκαν πριν την Εθνεγερσία του 1821. Το επαναστατικό και εθνικό φρόνημα των Σουλιωτών οδήγησε τους τουρκαλβανούς να επιτεθούν στο Σούλι το 1772, όμως οι δυνάμεις των επαναστατών τους απώθησαν. Μέχρι το 1780 γίνονταν συνεχείς εχθρικές επιδρομές στο Σούλι, οι οποίες αποτύγχαναν, εξαιτίας της αντίστασης των λιγοστών αγωνιστών. Όταν το 1787 ξεκίνησε ο δεύτερος ρωσοτουρκικός πόλεμος, η Αικατερίνη Β΄ προσπάθησε να ξεσηκώσει τα Βαλκάνια, δίνοντας έμφαση στην Ήπειρο και την Στερεά Ελλάδα. Μάλιστα, το 1788 ο ταγματάρχης Λουδοβίκος ή αλλιώς Λουίζης Σωτήρης εφοδιασμένος με προκηρύξεις και επιστολές συνάντησε τον Γεώργιο Μπότσαρη, τον ηγούμενο της Μονής Ζαλόγγου Ιωσήφ Γκινάκα και τον αρματολό Αγράφων Μπουκουβάλα. Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησαν οι πολεμικές επιχειρήσεις των Σουλιωτών εναντίον του Αλή Πασά, αναγκάζοντας τον τελευταίο να αναγνωρίσει την ηγεμονία των Σουλιωτών στην περιοχή. Η ειρήνη δεν κράτησε πολύ, καθώς το 1792 ο Αλή Πασάς συγκρότησε σώμα τουρκαλβανών και ξεκίνησε πάλι τις επιθέσεις, ενώ ταυτόχρονα με δωροδοκίες κατάφερε να δημιουργήσει προστριβές μεταξύ των γενών. Οι συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις εξαθλίωσαν τους Σουλιώτες. Το 1803 ο Φώτος Τζαβέλας, ένας από τους αρχηγούς των γενών, αποφυλακίστηκε από τον Αλή Πασά που τον είχε αιχμάλωτο και έπεισε κάποιους Σουλιώτες να μετακινηθούν προς την Πάργα. Αυτοί ήταν και οι μοναδικοί που γλίτωσαν. Όσοι έμειναν στο Σούλι λίγες μέρες μετά δέχθηκαν επίθεση από το σώμα τουρκαλβανών του Αλή Πασά και πήραν την απόφαση να πέσουν στον γκρεμό του Ζαλόγγου παρά να δεχθούν τον ατιμωτικό θάνατο από τους εχθρούς. Οι πηγές αναφέρονται στις γυναίκες Σουλιώτισσες, οι οποίες κρατώντας τα παιδιά τους αγκαλιά χόρεψαν έναν τελευταίο παραδοσιακό χορό, έριξαν τα παιδιά τους στον γκρεμό και στην συνέχεια έπεσαν και οι ίδιες. Οι ορδές των τουρκαλβανών, που όρμηξαν στο Σούλι με πρωτοφανή λύσσα για να σκοτώσουν με βασανιστικό τρόπο όποιον Σουλιώτη είχε απομείνει, σάστισαν μπροστά στο θέαμα και επέστρεψαν άπραγοι στον εντολέα τους.
Η ιστορία των γυναικών από το Σούλι έγινε αμέσως γνωστή σε όλο τον τότε κόσμο, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης για την γενναιότητά τους. Στο σημείο που χόρεψαν οι Σουλιώτισσες αυτόν τον τελευταίο χορό πριν πέσουν στον γκρεμό ανεγέρθηκε το 1961 ένα μνημείο, το οποίο τις απεικονίζει πιασμένες χέρι-χέρι, συμβολίζοντας την αυτοθυσία τους. Πρόσφατα, το Ίδρυμα Γεωργίου Ζογγολόπουλου πρότεινε να αναγνωριστεί το μνημείο από την Unesco «ως διεθνές τοπόσημο για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών», ανατρέποντας ουσιαστικά τον ιστορικό συμβολισμό του μνημείου. Πρόκειται για μία απαράδεκτη πρόταση που ουδεμία σχέση έχει με το ήθος και τον πολιτισμό αυτών των γυναικών, οι οποίες αποτελούσαν πρότυπο για την εποχή τους. Φυσικά, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να συγκριθούν από άποψη ποιότητας, τρόπου ζωής και σκέψης με τις σύγχρονες υστερικές φεμινίστριες που την μία μέρα διαδηλώνουν για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και την επόμενη καλοδέχονται τους χιλιάδες αλλόφυλους, οι οποίοι είναι αποδεδειγμένα έως και 10 φορές πιθανότερο να αποτελέσουν θύτες βίαιων εγκληματών σε βάρος γυναικών κάθε ηλικίας.
Φυσικά καμία αντίδραση δεν υπήρξε και από τους σύγχρονους ιστορικούς και καθηγητάδες τόσο της δευτεροβάθμιας όσο και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για αυτήν την αλλοίωση της ιστορικής αλήθειας. Η ιστορία όπως και κάθε επιστήμη έχει ορισμένα μεθοδολογικά εργαλεία, από την αξιοποίηση των οποίων προκύπτουν συμπεράσματα για τα γεγονότα, τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες και τις αντιλήψεις των ανθρώπων του παρελθόντος. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο που να δείχνει πως οι γυναίκες αυτές θυσιάστηκαν, εξαιτίας της βίας που δέχονταν από τους άντρες. Αντιθέτως, έζησαν και υπερασπίστηκαν μία καθαρά πατριαρχική κοινωνία, στην οποία φρόντιζαν τα μέλη της οικογένειάς τους ως σύζυγοι, μητέρες και κόρες. Ταυτόχρονα, η μοναδική βία που αναδεικνύεται από τις πηγές της εποχής είναι από τους τουρκαλβανούς εναντίον των Ελλήνων, καταγράφοντας πολυάριθμα βασανιστήρια και δολοφονίες. Συνεπώς, τέτοιες παρερμηνείες υποτιμούν την επιστήμη της ιστορίας, παρουσιάζοντάς την σαν ένα χόμπι ή μία ευκαιριακή δραστηριότητα για να προωθήσει κάποιος τις απόψεις του. Κυρίως όμως, προσβάλλεται η μνήμη αυτών των γυναικών που ουδεμία σχέση έχουν με αυτό που παρουσιάζουν.
Οι Σουλιώτισσες επέλεξαν να μείνουν στον τόπο τους και να μην τον εγκαταλείψουν μέχρι το τέλος. Μην βρίσκοντας κάποιον άλλο τρόπο για σωτηρία και βλέποντας τον θάνατο να πλησιάζει αποφάσισαν να δώσουν τέλος στην ζωή την δική τους και των παιδιών τους, προτιμώντας να πεθάνουν ελεύθερες με τον δικό τους τρόπο και όχι ατιμασμένες από τον εχθρό. Οι γυναίκες αυτές αποτελούν πρότυπο για κάθε Ελληνίδα που αγωνίζεται για τα Ιδανικά και τις Αξίες της Πατρίδας. Καθόλου τυχαία λοιπόν, μνημονεύονται με την πραγματική τους ταυτότητα μόνο από την Χρυσή Αυγή, την μοναδική Ελληνική εθνικιστική φωνή.
Ε.Σ.