Για την δολοφονία του πρωτοπόρου της Ιδέας
«Λευκή, ας βαλθή όπου έπεσες, κολώνα,
(Πώς έπεσες, γραφή να μην το λέει)
λευκή, με της Πατρίδας την εικόνα.
Μόνο εκείνη ταιριάζει να σε κλαίει,
βουβή, μαρμαρωμένη να σε κλαίει.»
Με αυτούς τους λιτούς και αναγεγραμμένους στην επιτύμβια στήλη του δολοφονηθέντος Ήρωος στίχους, αποχαιρέτησε ο Κωστής Παλαμάς τον πατέρα του ελληνικού εθνικισμού, τον οποίον τυφέκισε η πολιτοφυλακή του κοινοβουλευτισμού σαν σήμερα, πριν από 100 χρόνια στο κέντρο των Αθηνών.
Καταγόμενος από ευκατάστατη οικογένεια (γιος του πολιτικού και πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη, και της Ελισάβετ Κοντογιαννάκη κόρης του Ι. Κοντογιαννάκη, τραπεζίτη και επίτιμου γενικού προξένου στην Αγία Πετρούπολη) θα μπορούσε κάλλιστα να ακολουθήσει μια άνετη ζωή στον δημόσιο μηχανισμό του ελληνικού κράτους, μακριά από τις κοπώσεις που επέφερε η ενασχόληση με τα πολιτικά πράγματα, ιδιαίτερα την ταραχώδη εποχή των αρχών του 20ου αιώνα, όταν ο «Μεγάλος Ασθενής» έχανε συνεχώς έδαφος από τα νεοαπελευθερωθέντα έθνη, τα οποία έσπευδαν να καλύψουν το κενό που άφηνε πίσω της η οθωμανική διοίκηση.
«Αλλά η διαφορά μεταξύ των δυo μας, είναι, κ. Σκληρέ, ότι συ ταράζεσαι πάρα πολύ με τα συμφέροντα μιας τάξης ή και δυο, ή και με τα μαλλιοτραβήγματά τους, ― ίσως είσαι και συ σπλαχνικός, χωρίς να το πολυνοιώθεις, (η υπερβολική ψυχοπονιά είναι κι αυτή σημάδι του καιρού μας) ― ενώ ο αληθινά σκληρός είμαι ε γ ώ, ο πολιτικός, που δε με ταράζουν, αν και τα βλέπω, τα μαλλιοτραβήγματα από τάξη σε τάξη, είτε από άτομο σε άτομο, και κοιτάζω προπάντων τη ζωή του έθνους. Τις τάξες τις λογαριάζω κι αυτές, αφού κι αυτές είναι μέσα στο έθνος, αλλ’ ούτε τόσο τις ξεχωρίζω, όπως συ, ούτε τις επαναστάσεις τους τις θεωρώ απαραίτητες, αφού ανταγωνισμός υπάρχει και μπορεί ελεύτερα πάντα να γίνεται. Συ παίρνεις βάση και αρχή για τις σκέψες σου τις κοινωνικές τάξες.»*
Αναφορές όπως η παραπάνω εντοπίζονται ρητώς διατυπωμένες σε όλη την συγγραφική του παραγωγή, τόσο στην επιστολογραφία του όσο και σε δημοσιευμένα άρθρα (κυρίως στον «Νουμά») και έργα, όπου διαφαίνεται καθαρά η ιδεολογική του εγγύτητα με τους «πρωτοφασίστες» διανοουμένους της εποχής, ήτοι τους Αρτύρ ντε Γκομπινώ, Μωρίς Μπαρές και τον προμηθέα της ιδέας του Υπερανθρώπου, Φρειδερίκου Νίτσε. Ακόμη λιγότερο γνωστή είναι η σύνταξη του κειμένου παραδόσεως της πόλης της Θεσσαλονίκης, το οποίο παρέδωσαν οι Βίκτωρ Δούσμανης και Ιωάννης Μεταξάς στον Ταχσίν Πασά. Την επομένη της υπογραφής της συνθήκης ο Δραγούμης, λοιπόν, ύψωσε την ελληνική σημαία στο προξενείο της Θεσσαλονίκης! Δεν θα μπορούσε να έλειπε από αυτήν την ιστορική για το Έθνος στιγμή ο πρωτομάρτυρας της εθνικιστικής ιδέας.
Τι σημαίνει όμως για τους Έλληνες Εθνικιστές της Χρυσής Αυγής η θυσία αυτού του μεγάλου Έλληνος; Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, η Ιδέα τελεί υπό διωγμό, όπως και τότε, έτσι και σήμερα οι δημοκράτες, επιστρατεύοντας κάθε νόμιμο και παράνομο μέσο προσπαθούν διακαώς να καταπνίξουν την φωνή του Λαϊκού Συνδέσμου, διαβάλλοντας τον Αρχηγό του και καθιστώντας τους πολιτικούς του στρατιώτες ως «εγκληματίες σκέψεως και δράσεως». Εμείς καλούμαστε να αποδειχτούμε αντάξιοι του Μεγάλου αυτού Ανδρός και να σταθούμε ολόρθοι μπροστά στα στίφη των εχθρών μας, όπως ακριβώς στάθηκε και ο Ίων μπροστά στους εκτελεστές του. Αυτήν την πραγματικά περιφρονητική προς τον θάνατο και την ήττα στάση του αποτυπώνει η μαρτυρία του Α. Χριστοδουλάκη, στρατιώτη που συμμετείχε στην εκτέλεση του:
«Άλλοι μας βάλανε… Δεν είπε λέξη (ο Δραγούμης). Στη θέση του σπασμένου μονόκλ έβαλε ένα άλλο. Μας κοίταγε στα μάτια και περίμενε. Πυροβολήσαμε, όταν ο λοχίας μας απείλησε ότι θα μας τουφεκίσει…»
Έτσι κομψός και ήρεμος απέθανε ο Ίων, αυτή η φωτοβολούσα και γενναία ελληνική ψυχή!
AΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ